- κατακοκκινίζω
- [κατακόκκινος]1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακοκκινίζω — κατακοκκίνισα, κατακοκκινισμένος 1. γίνομαι κατακόκκινος: Κατακοκκίνισε από την ντροπή του. 2. βάφω κάτι κατακόκκινο: Κατακοκκίνισε το πεζοδρόμιο από το αίμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφοινίσσομαι — (Α) γίνομαι κόκκινος, κατακοκκινίζω … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταπορφυρώ — καταπορφυρῶ, όω (Μ) [καταπόρφυρος] βάφω με ερυθρό χρώμα, κατακοκκινίζω … Dictionary of Greek
καταφοινίσσω — (AM) (επιτ. τ. τού φοινίσσω) κάνω κάτι εντελώς κόκκινο, κατακοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοινίσσω «κάνω κάτι κόκκινο»] … Dictionary of Greek
κατερυθριώ — (Α κατερυθριῶ, άω) γίνομαι κατακόκκινος, κατακοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρυθριῶ «κοκκινίζω»] … Dictionary of Greek
κατερυθρώ — κατερυθρῶ, όω (Μ) [κατέρυθρος] κάνω κάτι κατακόκκινο, κατακοκκινίζω … Dictionary of Greek